- ἀστραγαλωτή
- ἀστραγαλωτόςmade offem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστραγαλωτῇ — ἀστραγαλωτός made of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… … Dictionary of Greek